συνδικαλιστικός

συνδικαλιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο συνδικαλισμό: Περιορίστηκαν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδικαλιστικός — ή, ό, Ν [συνδικαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνδικαλισμό 2. φρ. α) «συνδικαλιστικό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών νομοθετικών διατάξεων και κανονισμών το οποίο αφορά τη σωματειακή οργάνωση και τη συλλογική δράση τών υποκειμένων… …   Dictionary of Greek

  • συνδικαλικός — ή, ό, Ν [συνδικαλισμός] συνδικαλιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”